- Τένεδος
- ητουρκικό νησί του ΒΑ Αιγαίου στα παράλια της Τροίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Τένεδος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τένεδος — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας. Οι κάτοικοί της ονομάζονταν Τενεδείς ενώ εκείνοι του ομώνυμου νησιού Τενέδιοι. Τοποθετείται από τους περισσότερους στην περιοχή της αρχαίας Παμφυλίας. II Νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, κοντά στην είσοδο του… … Dictionary of Greek
Νέα Τένεδος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130) του νομού Χαλκιδικής … Dictionary of Greek
Тенедос — (Τένεδος, Tenedus) остров близ берега Троады, в 40 стадиях (7 вер.) от материка; другие названия его в древности были Калидна, Левкофрис, Фойника, Лирнесс, Тенн. Окружность острова 80 стадий (около 14 верст). На Т. был эолийский город того же… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Τενέδοιο — Τένεδος fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τενέδου — Τένεδος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τενέδῳ — Τένεδος fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τένεδον — Τένεδος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TENEDOS — quae Tenedo Sophiano, insul. maris Aegaei, sive Hellesponti parva, amoena, contra Sigeum, Troadis promuntor. inde 12. mill. pass. (sed teste Strabone 40. stad. ad 80. patens) in Occasum et Circium distans, Apollim, qui ibi praecipue colebatur,… … Hofmann J. Lexicon universale
λευκόφρυς — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Αρχαία πόλη κοντά στον ποταμό Μαίανδρο της Μικράς Ασίας, με θερμή λίμνη, της οποίας το νερό ανανεωνόταν διαρκώς και ήταν πόσιμο. Στην περιοχή της υπήρχε ναός της Αρτέμιδος Λευκοφρύνης, έργο του αρχιτέκτονα Ερμογένη… … Dictionary of Greek